Οι κυριότερες αλλαγές, που αφορούν το σχετικό με το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας που θέτει όρους για την επικοινωνία των πολιτών με το κράτος και τη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους, έχουν ως εξής:
• Εξαλείφεται η διάκριση μεταξύ των δημόσιων και των ιδιωτικών εγγράφων, τα οποία κατατίθενται από ιδιώτες και φυλάσσονται σε μια δημόσια υπηρεσία, κάνοντας πλέον λόγο μόνο για δημόσια έγγραφα, εξομοιώνοντας τα δύο υφιστάμενα μέχρι πρότινος διακριτά είδη εγγράφων.
• Καθίσταται πλέον φορέας του δικαιώματος κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Η ιδιότητα του ενδιαφερόμενου να αποκτήσει πρόσβαση, διατηρείται σε σχέση με την προηγούμενη μορφή μόνον όταν το δημόσιο έγγραφο περιέχει προσωπικά δεδομένα τρίτων προσώπων.
• Προβλέπεται πλέον και η ηλεκτρονική υποβολή της σχετικής αίτησης, ενώ αναγνωρίζεται η δυνατότητα υποβολής και ανώνυμης αίτησης.
• Διευρύνεται σημαντικά η έννοια της δημόσιας υπηρεσίας, ως αποδέκτης της σχετικής αίτησης, στην οποία έννοια εντάσσονται εφεξής όλοι οι φορείς που ασκούν δημόσια εξουσία, ανεξάρτητα από τη νομική τους μορφή.
• Τέλος, θεσπίζεται η δυνατότητα συγκρότησης ομάδας εργασίας από τον Συνήγορο του Πολίτη, προκειμένου να αξιολογείται σε ετήσια βάση η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 5 ν. 2690/1999, όπως πλέον τροποποιήθηκε με τον Ν. 5143/2024.
Οι συνολικές παρατηρήσεις της Αρχής τέθηκαν υπόψη της Βουλής, μέσω υπομνήματος, κατά την επεξεργασία του σχεδίου νόμου από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή .
Πληροφορίες: 213 1306600
ΟΙ Παρατηρήσεις ΤΟΥ Συνηγόρου ΕΠΙ ΤΟΥ Νομοσχεδίου
Με το άρθρο 59 του σχεδίου νόμου, «Πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα – Τροποποίηση άρθρου 5 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας», τροποποιείται το άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
I. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις σε συνάρτηση με τις ρυθμίσεις της Σύμβασης.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση, σύμφωνα με την ανάλυση συνεπειών ρύθμισης,
«ενσωματώνεται η εφαρμογή της Σύμβαση του Tromsø του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα» (Council of Europe Treaty Series – No. 205, Council of Europe Convention on Access to Official Documents Tromsø, 18.VI.2009), μία σύμβαση η οποία από τον σχετικό πίνακα στο δικτυακό τόπο του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να έχει υπογραφεί από την Ελλάδα.
Αναφορικά με την έννοια της «ενσωμάτωσης της εφαρμογής» μιας διεθνούς σύμβασης, όπως φαίνεται να προκύπτει από τη βούληση του νομοθέτη, ας μας επιτραπούν οι ακόλουθες σύντομες παρατηρήσεις:
Καταρχάς, ως εκ περισσού υπενθυμίζεται ότι ο όρος «ενσωμάτωση» χρησιμοποιείται επισήμως από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και στην εθνική μας νομοθεσία, προκειμένου να αποδώσει την «εισδοχή» των κανόνων του ενωσιακού δικαίου που δεν διαθέτουν άμεση ισχύ (λ.χ. των οδηγιών) στο εθνικό μας δίκαιο. Το προτεινόμενο άρθρο 59 δεν συνιστά τέτοια περίπτωση και, ως εκ τούτου, θα ήταν προτιμότερη η χρήση του όρου «κύρωση», ώστε να αποφεύγονται τυχόν παρερμηνείες.
Περαιτέρω, με τη χρήση του όρου «ενσωμάτωση» στην ανάλυση συνεπειών ρύθμισης του προτεινόμενου σχεδίου νόμου περιγράφεται η πρακτική της μονομερούς υιοθέτησης κανόνων διεθνών συμβάσεων στο επίπεδο του εθνικού μας δικαίου, χωρίς, όμως, να έχουν προηγηθεί η υπογραφή της σχετικής διεθνούς σύμβασης (με ή χωρίς ρητές επιφυλάξεις) και η τήρηση όσων προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος (κύρωση της διεθνούς σύμβασης με νόμο και θέση της σε ισχύ σύμφωνα με τους σχετικούς όρους της). Η πρακτική αυτή συνιστά πολιτική επιλογή.
Εν προκειμένω, πρόκειται περί διεθνούς συμβάσης, η οποία συνήφθη στο πλαίσιο ενός διεθνούς οργανισμού κύρους, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, που έχει ως αποστολή την προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και του οποίου η Ελληνική Δημοκρατία αποτελεί ενεργό μέλος. Όπως προκύπτει από τον δικτυακό τόπο του Συμβουλίου της Ευρώπης, η Ελληνική Δημοκρατία δεν έχει προβεί σε καμία από τις ενέργειες που απαιτούνται (υπογραφή, κύρωση, θέση σε ισχύ) σε ό,τι αφορά την Σύμβαση του Tromsø (Νο205) σχετικά με την πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα.
Συνεπώς, εφόσον ψηφισθεί και δημοσιευθεί το προτεινόμενο άρθρο 59, ο τιθέμενος κανόνας εθνικού δικαίου θα έχει ισχύ τυπικού νόμου και όχι την υπερνομοθετική ισχύ που επιφυλάσσει το άρθρο 28 του Συντάγματος στις διεθνείς συμβάσεις που κυρώνονται και τίθενται σε ισχύ κατά τα προαναφερθέντα, παράμετρος η οποία δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής της Εθνικής Αντιπροσωπείας. Συνακόλουθα, στο δικαιικό μας σύστημα ο κανόνας αυτός θα υπόκειται των κανόνων ανώτερης τυπικής ισχύος (π.χ. του Συντάγματος, των διεθνών συμβάσεων που κυρώθηκαν και τέθηκαν σε ισχύ, αλλά και των κανόνων του ενωσιακού δικαίου, όπως λ.χ. είναι ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Δεδομένων). Κατά τα λοιπά, η σχέση του εν λόγω εθνικού κανόνα με τις λοιπές διατάξεις ίδιας τυπικής ισχύος θα διέπεται από τους σχετικούς κανόνες νομικής ερμηνείας, χωρίς αυτό να εξασφαλίζει ότι δεν θα εγερθούν ερωτήματα σχετικά με την εφαρμογή του.
Πέραν των ανωτέρω, με την προτεινόμενη διάταξη εισάγονται μεμονωμένες ρυθμίσεις της εν λόγω Σύμβασης σε ένα και μοναδικό άρθρο, το άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Βέβαια, είναι σαφές, ότι η εισαγωγή της εν λόγω Σύμβασης στην ελληνική έννομη τάξη, η οποία πράγματι περιλαμβάνει ρυθμίσεις που ενισχύουν το δικαίωμα πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα, προϋποθέτει την υπογραφή/κύρωσή της και εν συνεχεία τη μεταφορά των ρυθμίσεων της στο πλαίσιο ενός νέου νομοθετήματος για την πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα και τη δημόσια πληροφορία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αποτελέσουν τμήμα της και όσα ζητήματα εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη (π.χ. εύρος αποδεκτών δικαιώματος, υποβολή ανώνυμης αίτησης).8
Πάντως, σε ό,τι αφορά το ουσιαστικό περιεχόμενο του άρθρου 59 του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, το ζήτημα εάν με αυτό ενσωματώνεται η εφαρμογή των προβλέψεων Σύμβασης του Tromsø, όπως αναφέρεται στην ανάλυση συνεπειών της ρύθμισης, κατά τρόπο πλήρη ή μόνο στο μέτρο που επιλέγεται από το επισπεύδον Υπουργείο, χρήζει περαιτέρω μελέτης. Ενδεικτικά και μόνο επισημαίνεται, ότι στο προοίμιο της Σύμβασης αλλά και σε επιμέρους διατάξεις της αποτυπώνεται σαφώς η διευρυμένη θεμελίωση του δικαιώματος πρόσβασης, το οποίο δεν έχει απλώς διαδικαστικό χαρακτήρα (πρόσβαση σε έγγραφα συνδεόμενα με την υπόθεση των διοικούμενων), αλλά συνιστά –σε συμφωνία με την αρχή της διαφάνειας της δράσης των δημόσιων αρχών σε μία δημοκρατική κοινωνία– πηγή πληροφόρησης για το κοινό που συμβάλλει στη διαμόρφωση γνώμης και είναι παράγοντας ενίσχυσης της ακεραιότητας, λογοδοσίας, της διαφάνειας κ.λπ. των δημόσιων αρχών. Στο πλαίσιο αυτό ορίζεται ρητά (άρθρο 4), ότι δεν απαιτείται η αιτιολόγηση των αιτημάτων (An applicant for an official document shall not be obliged to give reasons for having access to the official document) και αντίστοιχα στο συνοδευτικό της Σύμβασης κείμενο (Explanatory Report – παρ. 17) αναφέρεται η σημασία του εν λόγω δικαιώματος για τους δημοσιογράφους αλλά και τα άτομα, χωρίς διάκριση (While the provisions of the Convention are of particular importance to journalists, as they provide them with the necessary tools to carry out their role as watchdog over the proper functioning of public institutions – a crucial role in a democratic society which has been fully recognised by the case-law of the European Court of Human Rights – the Convention does not make any distinction between them and other individuals). Αυτή η διευρυμένη θεμελίωση του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα δεν φαίνεται να αποτυπώνεται στην προτεινόμενη ρύθμιση.
Μία ακόμη ενδεικτική παρατήρηση για ρυθμίσεις της σύμβασης που δεν έχουν ενσωματωθεί στην προτεινόμενη διάταξη είναι η έλλειψη υποχρέωσης αιτιολόγησης του αιτήματος – άρ. 4 παρ. 1 (An applicant for an official document shall not be obliged to give reasons for having access to the official document), μία ρύθμιση σε πλήρη συμφωνία με την αποκλειστική απαρίθμηση των προβλεπόμενων περιορισμών και την έλλειψη υποχρέωσης του αιτούντος να προβάλει τους λόγους που υπαγορεύουν το αίτημα του, όταν δεν υπάρχει σύγκρουση του δικαιώματός του με κάποιο από τα οριζόμενα δικαιώματα/συμφέροντα (βλ. Explanatory Report – παρ. 37 για το άρ. 3 παρ. 2 της Σύμβασης «If public access to an official document does not cause any harm to one of the interests listed in paragraph 1, there should be no limitations on access to that document. If public access to a document might cause harm to one of these interests, the document should still be released if the public interest in having access to the document overrides the protected interest»). Στο πλαίσιο αυτό, η κατοχύρωση του δικαιώματος πρόσβασης δεν φαίνεται να συμβαδίζει με τις προδιαγραφές που θέτει η Σύμβαση.
Αντίθετα, η αρχή της μερικής πρόσβασης (άρθρ. 6.2 Σύμβασης), εισήχθη στην κατατεθείσα διάταξη του αρ. 59 παρ. 4, για το μέρος των εγγράφων που δεν εμπίπτουν στους προβλεπόμενους περιορισμούς της παρ. 2.
II. Eιδικότερες Παρατηρήσεις επί των προς τροποποίηση παραγράφων του άρθρου 5 ν. 2690/1999
Επί των παραγράφων 1 και 2:
Από την παρ. 1 του προς τροποποίηση άρθρου 5 ν. 2690/1999, απαλείφθηκε ο αρχικός όρος «κάθε ενδιαφερόμενος» για να προσδιορίσει το υποκείμενο του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα. Φορέας του δικαιώματος προτείνεται να είναι «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο» και όχι «ο ενδιαφερόμενος» που έχει συνδεθεί (νομολογιακά) με την ύπαρξη «εύλογου ενδιαφέροντος», μιας προϋπόθεσης που τώρα περιορίζεται στα (απλά) προσωπικά δεδομένα (παρ. 2). Σημειώνεται συναφώς, ότι είναι πολύ σπάνιο να υφίσταται δημόσιο έγγραφο χωρίς να περιέχει έστω και ένα προσωπικό δεδομένο.
Η παρ. 2 εισάγει εξαιρέσεις /περιορισμούς στο σχετικό δικαίωμα, με παραπομπή, ρητή ή σιωπηρή, σε άλλα νομοθετήματα, κάποια εκ των οποίων υπερισχύουν του τυπικού νόμου, ενώ άλλα έχουν την ίδια τυπική ισχύ (βλ. ρητή παραπομπή στον – υπερνομοθετικής ισχύος– Γενικό Κανονισμό για την Προστασία των Δεδομένων, σιωπηρή παραπομπή στο πλέγμα ειδικών διατάξεων ισχύος τυπικού νόμου τόσο για την πνευματική ιδιοκτησία, όσο και για τα απόρρητα). Αυτό σημαίνει, ότι τόσο τα υποκείμενα του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα, όσο, και κυρίως, ο εκάστοτε εφαρμοστής της διάταξης θα πρέπει να είναι σε θέση να κατανοούν, να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν, συνδυαστικά, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση/αίτηση, εκτός του άρ. 5 του ΚΔΔ/σιας, τις διατάξεις και του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία των Δεδομένων, καθώς και των άλλων ειδικών νομοθετημάτων που δικαιολογούν εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης κατά την παρ. 2 και άρα, αν διαπιστωθεί ότι συντρέχει εξαίρεση εν προκειμένω, θα οδηγούν, είτε σε (αιτιολογημένη) απόρριψη των σχετικών αιτημάτων, είτε σε μερική πρόσβαση, κατά την παρ. 4, για το μέρος των εγγράφων που δεν εμπίπτουν στους προβλεπόμενους περιορισμούς της παρ. 2.
Ο Συνήγορος του Πολίτη δεν μπορεί να μην επισημάνει, ότι η απουσία του «φίλτρου» της έννοιας του «ενδιαφερόμενου», που ισχύει σήμερα, ενέχει τον υπαρκτό κίνδυνο να οδηγήσει σε αρκετές περιπτώσεις σε καταχρηστική άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος, αλλά και σε εκθετικό πολλαπλασιασμό τέτοιων αιτημάτων, που μπορεί να οδηγήσει, όχι μόνο σε καθυστερήσεις, αλλά και σε η ύπαρξη του «εύλογου ενδιαφέροντος», της παρ. 2, αφορά μόνον την περίπτωση που περιέχονται σε ένα δημόσιο έγγραφο προσωπικά δεδομένα και όχι τις λοιπές περιπτώσεις που θεμελιώνουν περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης (π.χ. πνευματική ιδιοκτησία, ειδικές διατάξεις απορρήτου).
Από την άλλη, η εισαγωγή του κριτηρίου του «εύλογου ενδιαφέροντος» για την πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα με δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αφενός θέτει ζήτημα συμβατότητας με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο9 αφετέρου εισάγει έναν πρόσθετο περιορισμό στην πρόσβαση σε έγγραφα με προσωπικά δεδομένα, ακόμη και εάν δεν συνδέονται με την ιδιωτική /οικογενειακή ζωή τρίτων ή με ειδικές κατηγορίες δεδομένων.
Επίσης, στην παρ. 1 γίνεται μια εξόχως αόριστη –και άρα τουλάχιστον ευεπίφορη σε παρερμηνείες– διατύπωση ως προς το τί περιλαμβάνει ο όρος «ιδιωτικά έγγραφα». Η πρόταση της Αρχής για μια ορθότερη/πληρέστερη διατύπωση θα ήταν: «Ως ιδιωτικά έγγραφα λογίζονται όσα συντάσσονται από ιδιώτη, αλλά κατατίθενται και φυλάσσονται σε δημόσια υπηρεσία και χρησιμοποιήθηκαν, ή λήφθηκαν υπόψη για τον καθορισμό της διοικητικής δράσης, ή και τη διαμόρφωση γνώμης ή κρίσης του κατά περίπτωση αρμόδιου διοικητικού οργάνου». Η διατύπωση αυτή θα ήταν σύμφωνη με την κρατούσα θεωρία και γνωμοδοτήσεις του ΝΣΚ.
Επί της παραγράφου 5:
Η διατύπωση του εδαφίου β’ της παραγράφου 5 είναι ιδιαζόντως ασαφής, έρχεται σε αντίφαση με την παράγραφο 1 που επιτρέπει την υποβολή ανώνυμης αίτησης, και μπορεί πολύ εύκολα να οδηγήσει σε λανθασμένη εκτίμηση της αίτησης και άρα κακής, εν τέλει, διαχείρισης της αίτησης. Η δυνατότητα υποβολής «ανώνυμης» αίτησης πρέπει να απαλειφθεί διότι πρόκειται για άσκηση δικαιώματος, αλλά και διότι θα προσφέρει ένα εργαλείο «στάθμισης» (η οποία είναι απολύτως συναφής με την άσκηση δικαιώματος) και θα διευκολύνει – δυνάμει- την όλη διαχείριση /εκτίμηση εκάστης αίτησης.
Επί της παραγράφου 6 – Παρατηρήσεις για την εισαγωγή του κριτηρίου άσκησης δημόσιας εξουσίας:
Ως προς τον ορισμό του πεδίου εφαρμογής με κριτήριο την άσκηση δημόσιας εξουσίας, επισημαίνεται ότι στο άρ. 1 του ΚΔΔ ορίζεται ήδη διευρυμένο πεδίο εφαρμογής μέσω του οργανικού κριτηρίου για την εν λόγω διάταξη10 και ενδεχόμενη περαιτέρω επέκτασή του, μέσω του κριτηρίου άσκησης δημόσιας εξουσίας, ως αόριστης νομικής έννοιας, αφήνει ευρύ πεδίο νομικών ερμηνειών, ενίοτε δυσχερών, απαιτώντας νομικές γνώσεις από τους εκάστοτε εφαρμοστές και δημιουργώντας αναμφίβολα ανασφάλεια δικαίου στους πολίτες-φορείς του δικαιώματος πρόσβασης.
Μάλιστα, ο όρος «φορείς», που χρησιμοποιείται άνευ επιθέτου «δημόσιοι», αφήνει πεδίο για συμπερίληψη και αμιγώς ιδιωτικών φορέων, οι οποίοι ενδεχομένως εμπλέκονται σε κάποια διαδικασία άσκησης δημόσιας εξουσίας (π.χ. χρηματοπιστωτικά ιδρύματα). Ενδεικτικό, δε της αοριστίας και ασάφειας που χαρακτηρίζει την εν λόγω διάταξη είναι και η (αντίθετη) ενδεχόμενη συσταλτική ερμηνεία του προς την κατεύθυνση να ερευνάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν δημόσιοι φορείς που εμπίπτουν στο οργανικό κριτήριο (και οι οποίοι από τον ισχύοντα Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας είναι υπόχρεοι χορήγησης των δημοσίων εγγράφων) ασκούν ή όχι δημόσια εξουσία εν προκειμένω. Αν επικρατήσει μια τέτοια ερμηνεία, είναι ξεκάθαρο ότι θα περιοριστεί το πεδίο ισχύος της διάταξης και άρα η δημόσια πρόσβαση στα έγγραφα.
Επί της παραγράφου 7 – Παρατηρήσεις για τον προτεινόμενο ρόλο του Συνηγόρου του Πολίτη στην εφαρμογή της προτεινόμενης διάταξης
Καταληκτικά, όσον αφορά την αρμοδιότητα του Συνηγόρου του Πολίτη που εισάγεται με την προτεινόμενη ρύθμιση, επισημαίνεται ότι ο Συνήγορος του Πολίτη δυνάμει του ν. 3094/2003 διαθέτει ήδη ευρεία διακριτική ευχέρεια αναφορικά με τον τρόπο και τα εργαλεία άσκησης των κατά νόμο αρμοδιοτήτων των. Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι διαμεσολαβεί προς τις δημόσιες υπηρεσίες με κάθε πρόσφορο τρόπο, μπορεί να ζητά από τις δημόσιες υπηρεσίες κάθε πληροφορία, έγγραφο ή άλλο στοιχείο, να εξετάζει πρόσωπα, να ενεργεί αυτοψίες και να παραγγέλλει πραγματογνωμοσύνες, να διατάσσει ελέγχους, να συντάσσει εκθέσεις και πορίσματα για ειδικότερα ζητήματα, να θέτει προθεσμία, μέσα στην οποία οφείλουν οι υπηρεσίες να τον ενημερώσουν για τις ενέργειες τους σχετικά με την εφαρμογή των προτάσεών του ή για τους λόγους που δεν επιτρέπουν την αποδοχή τους και να δημοσιοποιήσει τη μη αποδοχή των προτάσεών του, εφόσον κρίνει ότι δεν αιτιολογείται επαρκώς. Παράλληλα, σύμφωνα με το νόμο, η μη σύμπραξη μίας δημόσιας υπηρεσίας στη διεξαγωγή της οποιασδήποτε έρευνας του Συνηγόρου μπορεί να καταγραφεί σε ειδική έκθεση της Αρχής. Με αυτά τα δεδομένα, θεωρούμε ότι η προτεινόμενη διάταξη δέον, όπως προβλέπει τη δυνατότητα του Συνηγόρου του Πολίτη να συγκροτεί ομάδα εργασίας, η σύνθεση της οποίας θα εναπόκειται στην ίδια την Αρχή, και την οποία (ομάδα εργασίας) θα δύνανται να συνδράμουν στελέχη της κοινωνίας των πολιτών, και στελέχη της δημόσιας διοίκησης, κατόπιν σχετικής απόφασης ή/και πρόσκλησης της Αρχής.
Προς την τελευταία κατεύθυνση θα έδει να εξεταστεί ενδεχομένως η εισαγωγή θεσμικών υποχρεώσεων εκ μέρους της πολιτείας, όπως για παράδειγμα μία πρόταση που θα καθιστούσε υποχρεωτική την έγγραφη αιτιολόγηση της μη συμμόρφωσης της πολιτείας με τις συστάσεις του Συνηγόρου, όπως θα προέκυπταν από μια τέτοια αξιολόγηση, καθώς και την πρόταση εκ μέρους της πολιτείας εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των προβλημάτων που θα διαπίστωνε η Αρχή.
Συνολικά, η προτεινόμενη διάταξη του άρ. 59 περιλαμβάνει ορισμένα θετικά στοιχεία, ωστόσο είναι προβληματική η σύνδεσή της με την «ενσωμάτωση της εφαρμογής» της Σύμβασης Tromsø του Συμβουλίου της Ευρώπης και δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη μίας συνολικής αναθεώρησης/βελτίωσης του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, με ένα ενιαίο νομοθέτημα που θα καλύπτει όλες τις πτυχές του δικαιώματος πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα και τη δημόσια πληροφορία. Τέλος, ο Συνήγορος του Πολίτη εκφράζει ισχυρές επιφυλάξεις ως προς την δυνατότητα για απρόσκοπτη, αποτελεσματική, ομοιόμορφη και ορθή εφαρμογή και ερμηνεία του πλέγματος των διατάξεων που διέπουν του δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και τους περιορισμούς του από τους εφαρμοστές- στελέχη της δημόσιας διοίκησης, της αυτοδιοίκησης και εν γένει όλων των υπόχρεων φορέων, κίνδυνος που ενδέχεται να επισκιάσει ακόμα και τις θετικές προεκτάσεις της προτεινόμενης ρύθμισης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου