Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΥΛΟΥΡΗ

ΟΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΕΣ ΛΙΡΕΣ

 ‘’Ο Kαθαρός κι οι χήρες πήγαν να φέρουν λίρες,

Τις λίρες  δεν τις βρήκανε, με άδεια σακιά γυρίσανε!’’

 


Γράφει η Καίτη Μπούταλη – Παυλίδη

Μυστικό στην αρχή, αλλά σιγά - σιγά απλώθηκε σε όλες τις ρούγες της Κούλουρης μιαν Άνοιξη του 1895, βούιξε ο τόπος για τις στοιχειωμένες λίρες της Κινέττας που οι κάτοχοί τους δεν κατάφεραν αν και  τόλμησαν να τις φέρουν σπίτι τους.

   Ο Γέρο Αντώνης ο Καθαρός ξενιτεύτηκε από μικρός στην Μικρά Ασία. Εκεί συνήθιζαν οι Κουλουριώτες να ξενιτεύονται για εργασία φτιάχνοντας από τα πευκοδάση κατράμι που ήταν απαραίτητο για τα ξύλινα σκάφη που είχαν.

      Ο Γέρο Αντώνης ο Καθαρός, δίκαια η άδικα είχε συλληφθεί από τους Τούρκους και είχε μπει φυλακή. Εκεί λοιπόν έμαθε από ένα συγκρατούμενό του Κορίνθιο ότι σε μία σπηλιά της Κινέττας υπήρχαν φαντάσματα και ξωτικά αλλά και μιλιούνια λίρες! Μα ήταν στοιχειωμένες και μόνο με ξόρκια κάποιος θα μπορούσε να τις αποκτήσει! Οι λίρες αυτές ήταν από ληστείες μετά φόνου και είχαν βαφτεί με αίμα γι’ αυτό στοιχειώθηκαν.

   Μετά από καιρό ο Γέρο Αντώνης ο Καθαρός κατάφερε να δραπετεύσει από τη φυλακή, άλλαξε τόπους πολλούς, πολλά επαγγέλματα, δούλεψε σκληρά αλλά με κάποιον τρόπο τα χρήματά του έφευγαν σαν την άμμο από τα δάχτυλα του. Ο κρυφός του πόθος ήταν να πλουτίσει βρίσκοντας  τις στοιχειωμένες λίρες και να γυρίσει Άρχοντας στην Κούλουρη!

   Φτάνοντας στην Κούλουρη ξεκίνησε να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του. Πήγε αρχικά στη Χαλκίδα και βρήκε τη σπηλιά και πήρε μία χούφτα χώμα σύμφωνα με τις οδηγίες που του έδωσε η Αιγύπτια γνωστή μάγισσα της Χαλκίδας Φλώρα για να δει αν υπάρχουν οι λίρες!

   Η μάγισσα την άλλη μέρα τού αποκάλυψε ότι υπάρχουν πολλές λίρες στη σπηλιά και θα πρέπει να τις ξορκίσει, όπως επίσης και τον ίδιο, γιατί όπως του είπε η αιτία της οικονομικής καταστροφής του ήταν τα μάγια που του είχε κάνει από παλιά ένα συγγενικό του πρόσωπο! Βέβαια το χρήμα γι αυτήν την δουλειά το ήθελε μπροστά, γιατί όπως του εξήγησε δεν μπορούσε να πάρει τίποτα από αυτά που θα ξορκίσει, γιατί η τιμωρία της θα ήταν ο ΘΑΝΑΤΟΣ! Ο Γέρο Αντώνης ο Καθαρός, αν και δεν είχε χρήματα, θα έβρισκε χρηματοδότες, όπως επίσης, σύμφωνα με τις οδηγίες της μάγισσας, χρειαζόταν 3 χήρες κοκκινοντυμένες και έναν  μαύρο, κλεμμένο πετεινό, που θα τον θυσιάσουν στον τόπο που θα σκάψουν. Επίσης, τηγανίτες για να γλυκάνουν τον αράπη φύλακα της σπηλιάς και σακιά πολλά και γερά για να φορτώσουν τους θησαυρούς!!

   Ενθουσιασμένος ο  Γέρο Αντώνης ο Καθαρός, δεν κρατιόταν πια… πλούσιος με πολλές λίρες, ό,τι είχε ονειρευτεί στη ζωή του ήρθε η ώρα να γίνει πραγματικότητα! Σκεφτόταν και τα λόγια που θα έλεγαν στο χωριό ότι γύρισε από την ξενιτιά ‘’γέρος και απένταρος’’ .

   Γυρίζοντας στην Κούλουρη προσπάθησε να πλησιάσει κάποιους παραλήδες για να τον βοηθήσουν, αλλά άκαρπες ήταν οι προσπάθειές του, γιατί, αν και τον συμπαθούσαν, δεν του είχαν και μεγάλη εμπιστοσύνη. Τότε άλλαξε πλώρη και σκέφτηκε ότι θα ήταν πιο εύκολο να προσεγγίσει γυναίκες για αυτόν τον σκοπό. Και η κατάλληλη βρέθηκε· η Μπάμπε-Βγενιά η Πέππα μία φτωχιά χήρα, ικανότατη γυναίκα και μάνα που ξενοδούλευε σε πλουσιόσπιτα για πενταροδεκάρες! Την παρακάλεσε να μιλήσει στις πλούσιες κυράδες της να βάλουν τους παράδες τους και τότε θα γινόταν κι αυτή αρχόντισσα σαν κι αυτές!

    Η  Μπάμπε-Βγενιά δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ και με το ξημέρωμα μπλα, μπλα, μπλα, μέλι και ζάχαρη η γλώσσα της, βοήθησε και ο Αντώνης  και η Αιγύπτια η μάγισσα που η γλώσσα της πήγαινε σαν γαζομηχανή. Ξεπαραδιάστηκαν οι κυράδες της και η Μπάμπε-Βγενιά που έπαιρνε λεφτά δανεικά από τα σπίτια που δούλευε τάχα για τα προικιά των κοριτσιών της, πήρε βερεσέ και ένα τόπι κόκκινο ύφασμα για να ντυθεί μαζί με άλλες δύο χήρες και παραμονή πριν φύγουν έκλεψε και τον μαύρο κόκορα.

   Και έφτασε η νύχτα που γέμιζε το φεγγάρι και ξεκινήσανε όλοι με μπροστάρη τον Καθαρό και καπετάνιο του καϊκιού, τον Παναγή Λεμπέση. Φτάσανε στη σπηλιά και οι κοκκινοντυμένες χήρες άναψαν φωτιά και έφτιαξαν κουταλίτες για να γλυκάνουν τον αράπη και η μάγισσα έλεγε τα δικά της λόγια και κάποια στιγμή τους έδειξε το σημείο που θα σκάψουν.

  Άρχισε το σκάψιμο και μετά από αρκετή ώρα εμφανίστηκαν στο χώμα 2 φλουριά και μία μεγάλη ντούπια (μεγάλο φλουρί). Ξετρελάθηκαν όλοι από τη χαρά και σκάβανε με περισσότερο κέφι για να βρουν τον θησαυρό! Και ξαφνικά στη σπηλιά εμφανίζεται η αστυνομία με όπλα φωνάζοντάς τους κλέφτες και αρχαιοκάπηλους και αποφάσισε να τους συλλάβει. Η μάγισσα κλείνοντάς το μάτι στην παρέα της ανέλαβε όλη την ευθύνη αυτή. Η αστυνομία την συνέλαβε και υποχρέωσε τους υπόλοιπους να φύγουν τρέχοντας και να εξαφανιστούν.

   Αργότερα μετά τον κάζο που έπαθαν, γύρισαν όλοι απογοητευμένοι με την ουρά στα σκέλια στην Κούλουρη. Το νέο είχε διαδοθεί από άκρη σε άκρη και όλοι ντρεπόντουσαν να κυκλοφορήσουν στην πόλη. Το κορυφαίο της ιστορίας ήταν ότι οι αστυνομικοί ήταν άνθρωποι της μάγισσας που εμφανίστηκαν την κατάλληλη ώρα για να τους αναγκάσουν να φύγουν για να πάρει τον θησαυρό η μάγισσα!

           Ο Γέρο Αντώνης ο Καθαρός δεν σήκωνε τον καημό και πήγε και βρήκε τη μάγισσα και της ζητούσε τα λεφτά που της έδωσαν, γιατί όλοι τα χρωστούσαν. Εκείνη του είπε ότι τα έδωσε για να αποφύγει τη φυλακή που οι ίδιοι την έμπλεξαν και τον απείλησε ότι αν την ξαναενοχλήσει θα τον κάνει με τα μάγια της να λιώσει σαν κερί!

   Η  Μπάμπε-Βγενιά ξενοδούλευε έναν χρόνο για να ξοφλήσει τα χρωστούμενα και ένοιωθε για αρκετό καιρό ντροπιασμένη με αυτά που λέγονταν στο χωριό για τις χήρες. Επειδή όμως πάσα θάμα 3 ημέρες το πολύ 40 μέρες η ιστορία αυτή ξεχάστηκε! Μόνο για τον πετεινό δεν μάθανε ποτέ τίποτα.

  Επειδή όμως κάποτε όλα βγαίνουν στο φώς, μετά από χρόνια πεθαίνει ο Κουλούρης ο Δήμαρχος. Η  Μπάμπε-Βγενιά έτρεξε αμέσως να τον σαβανώσει και να τον ετοιμάσει για το μεγάλο του ταξίδι. Μετά την κηδεία μαζεύτηκαν όλοι με τα φαγητά τους για να συγχωρέσουν τον Δήμαρχο. Μόλις είχαν αποφάει και η  Μπάμπε-Βγενιά γελώντας τούς είπε να σταματήσουν γιατί κάτι σοβαρό ήθελε να τους πεί! Τους θύμησε την ιστορία με τις λίρες και τον κόκορα που τον έκλεψε από τον Δήμαρχο:  Εγώ σήμερα τον έλουσα τον περιποιήθηκα και τον σαβάνωσα τον Λάλε Αναγνώστη και ξόφλησα.  Είμαστε πάτσι! είπε η  Μπάμπε-Βγενιά και σκάσαν όλοι από τα γέλια· κι από τις φωνές τους παρά λίγο να σηκωθεί ο πεθαμένος!

  

    

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Αρχειοθήκη ιστολογίου