Γράφει ο Παναγιώτης
Βελτανισιάν Φιλόλογος - Λαογράφος
Αμπελάκι, 1883. Περίοδος εξετάσεων στο Σχολείο Θηλέων. Γενικός Επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαίδευσης ήταν τότε ο Σπυρίδων Λάμπρος (1851-1919), πολιτικός και λαμπρός ιστορικός.
Γνωρίζοντας ότι στο Αμπελάκι μιλούσαν την αρβανίτικη, γράφει ότι η επίσκεψις δεν ήτο κοινή τις. Δεν προέκειτο περί συνήθους παρθεναγωγείου, αλλ’ εθνικός λόγος εφείλκυε την προσοχήν μου, ιδιαζόντως εις το σχολείον εκείνο και επειδή περίεργος είνε η εμμονή των αλβανοφώνων εις την διατήρησιν της πατρίου γλώσσης.
Όφειλε, λοιπόν, να ελέγξει, εάν η ελληνική γλώσσα διδάσκεται καλώς στο σχολείο εκείνο, που μόλις μετρούσε έναν χρόνο ζωής.
Από τα τέλη του 20ού αιώνα, και ίσως νωρίτερα είχε αρχίσει αυτή η τάση ομοιομορφοποίησης της γλώσσας.
Οποιαδήποτε άλλη γλώσσα υπήρχε τότε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος έπρεπε -δυστυχώς- να εξαλειφθεί. Και το σχολείο ήταν το ιδανικότερο μέσο. Φανερή είναι δε και η σύγχυση που επικρατούσε τότε, αφού ονόμαζαν την αρβανίτικη γλώσσα ως αλβανική.Και συνεχίζει στην έκθεσή του ο Σπ. Λάμπρος: Ότε εισήλθον εις το σχολείον, προσέβαλε την όψιν μου[1] το πρώτον η διακόσμησις της αιθούσης των εξετάσεων δια των εργόχειρων των μαθητριών… Αρκεί να είπω, ότι αι μικραί, αλλά και μεγάλαι μαθήτριαι, ανεγίγνωσκον απταίστως, και απήντων απροσκόπτως ελληνιστί εις τας ερωτήσεις της διδασκάλου και εμού, απήγγειλαν ελληνικά ποιημάτια ως το πλείστον καλώς εκλεγμένα μετά φωνής φυσικής… Η απαστράπτουσα καθαριότης του σχολείου, η ευκρίνεια και τάξις περί τας ερωτήσεις και απαντήσεις, η απέριττος και σεμνή όψις των μαθητριών απέπνεον θερμότητα και φιλοκαλίαν, ην στεφάνου γραφικώς το ωραίον πλαίσιον των παρακαθημένων χωρικών γονέων και συγγενών, ενδεδυμένων εορτασίμως, μειδιώντων εξ ευχαριστήσεως, προφανώς πανηγυριζόντων. Η ημέρα εκείνη των πρώτων εξετάσεων των κορασίδων των Αμπελακιωτών ήτον υπόχρημα πανήγυρις του χωρίου.
Αφού τελείωσαν οι εξετάσεις ο Σπ. Λάμπρος βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει με τη νεαρή δασκάλα.
Δασκάλα: - Εχρειάσθη να κρούσω πολλάς θύρας, να παλαίσω προς πολλήν αδιαφορίαν, να ίδω πολλούς μορφασμούς μητέρων και ακούσω πολλάς αγροικίας[2] πατέρων, έως ανοίξω το σχολείον. Και όταν ανεώχθησαν αι πύλαι του, είδον μόνον τρία τέσσαρα κοράσια περί εμέ.
Λάμπρος: - Καί πώς ήρχίσατε την εργασίαν; Εις τινα γλώσσαν; Γιγνώσκετε αλβανικά ή ωμίλουν εκείναι ελληνιστί;
Δασκάλα: - Ούτ’ έγώ λαλώ αλβανιστί ούτ εκείναι εγίγνωσκον ελληνικά. Παρουσίασα εις αυτάς το αλφαβητάριον. Αλλά πώς να συνεννοηθώ μετ’ αυτών; Εκτός τούτου είδον, ότι ήταν έτοιμοι να αποσκιρτήσωσι.
Λάμπρος: - Πώς λοιπόν τας συνεκρατήσατε; Επαναλαμβάνω, ποίαν μέθοδον μετεχειρίσθητε;
Δασκάλα: - …Ιδού τί έκαμα. Αφήκα το βιβλίον και επήρα την βελόνην, είπα εις αυτάς να φέρωσι και αυταί ολίγον χασέν, κλωστήν και βελόνας και ηρχίσαμεν να ράπτωμεν. Ειργάζοντο μετά πολλού ζήλου. Εν ω δ’ εδίδασκον αυτάς το ράπτειν, έδειξα την βελόνην καί την κλωστήν και είπον εις τα κοράσια τας ελληνικάς λέξεις. Αυταί υπήρξαν αι πρώται, ας έμαθον παρ’ εμού… Την υστεραίαν ήλθον και αι μητέρες των τριών ή τεσσάρων πρώτων κορασίων και έγειναν καί αυταί μαθήτριαί μου περί το ράπτειν. Τό πράγμα διεδόθη εις το χωρίον καί η βελόνη και η κλωστή είλκυσαν προσηλύτους κόρας, ενίοτε δε και μητέρας. Εν ω δ’ ερράπτομεν, εμάνθανον οσημέραι περισσοτέρας λέξεις… Ιδού λοιπόν η παιδαγωγική μέθοδος!
Ποιος θα μας έλεγε ποτέ ότι οι πρώτες ελληνικές λέξεις που έμαθαν οι Αμπελακιώτισσες ήταν η βελόνα και η κλωστή;

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου