Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

ΣΦΗΝΑΚΙ



Κι έψαχνε ο σουλτάνος ολημερίς κι ολονυχτίς, κι είχε βάλει θεούς και δαίμονες να βρουν αδιάβαστο τον γραμματικό και να τον κλείσουν στο μπουντρούμι. Έψαχνε  έψαχνε και τίποτα δεν έβρισκε ο  τσιτσάν-σουλτάν και δώστου κλάμα το χαρέμι, «ρε να μην μπορούμε να τον πιάσουμε πουθενά τον γκιαούρ τον γραμματικό!»
«Αλλά ξέρω γω», βροντοφωνάζει ο σουλτάν στο σαράι του «αυτή η καταραμένη η γυναίκα του η μπουρέκ λουκούμ τα κάνει όλα, αυτήν πρέπει να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Και τώρα όπως έμαθα», λέει ο καημένος ο σουλτάν στη πρωτοχανούμισσά του, «έρχεται κι ο γιος του, που έχει τελειώσει και το κρυφό σχολειό, ο λελέκ τσουτσούν, και θ΄ αρχίσει κι αυτός τον πόλεμο. Γι΄ αυτό σου λέω, πρωτοχανούμ, κάτι πρέπει να κάνουμε!».

Έτσι περνούσε ο καιρός κι ο σουλτανιστάν έχανε όλο και περισσότερο από τα εδάφη που είχε με κάθε τρόπο κατακτήσει. Το μίσος, η ματαιοδοξία και το ξεκούτιασμα λόγω ηλικίας δεν τον άφηναν να δει με ξεκάθαρο μυαλό τα πράγματα.
Υπήρχαν βλέπεις και οι ψευτοκονδυλοφόροι αγράμματοι γραμματικοί που μπροστά τον συμβούλευαν δήθεν για το καλό το δικό του και τη μακροημέρευση στο σαράι του κι από πίσω τρίβανε τα χέρια τους για το κοτόπουλο που μαδούσανε. Κι ο σουλτάν τον χαβά του: «Αχ καταραμένε γραμματικέ, την κατάρα του Αλλάχ να΄ χεις βρε, που να σου στερέψει το μελάνι και να εξαφανιστεί το χαρτί ορέ μουστάκγκιαούρ!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Αρχειοθήκη ιστολογίου